Προσωπικές Ιστορίες με τον Τόλη

Σ’αυτό το χώρο, όποιος έχει κάποια προσωπική εμπειρία με τον Τόλη, ας την μοιραστεί μαζί μας. Έτσι θα γεμίσει αυτός ο χώρος... «Οι Αναμνήσεις ξαναγυρίιιιιιιζουνε»

5 σχόλια:

  1. Κάποτε βρέθηκα κατά τύχη σε ένα τραπέζι και πέρασε ο Τόλης για λίγο να μιλήσει με τους συνδαιτυμόνες μου και μας έλεγε, ξέρετε το τραγούδι του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Γλυκά πονούσε το μαχαίρι»? Ναι βέβαια είπαμε. Ξέρετε τι εννούσε? Περιμέντε να σας πω. Το τραγούδι αφορά ένα ζευγαράκι ερωτευμένο στην παραλία που έκανε έρωτα για πρώτη φορά... και το μαχαίρι ξέρετε τί είναι... Μείναμε όλοι με ανοικτό το στόμα ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ξέρετε ότι ο Τόλης τρελλαίνεται να καθαρίζει χόρτα? Ε, λοιπόν ναι. Μην ξαφνιαστείτε αν τον δείτε ποτέ να κάθεται μπροστά σε ένα βουνό χόρτα και να τα καθαρίζει. Του αρέσει πολύ, γιατί αισθάνεται να καθαρίζει το μυαλό του από τις σκέψεις. Αχ, Τόλη μου δεν καθαρίζεις και τα δικά μου που σκυλοβαριέμαι να τα καθαρίζω?

    ΕΜ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Για τις Μαρίες ο Τόλης συνηθίζει να λέει. Όπου υπάρχει μια Μαρία σε ένα σπίτι, εκεί είναι και η Παναγία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Είμαι θαυμαστής του πάνω από 40 χρόνια. Τα τελευταία 6 χρόνια είχα την ευτυχία να τον γνωρίζω και σαν άνθρωπο, πέρα απο καλλιτέχνη. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα έπιαναν τόπο τα περισσότερα τραγούδια του στην προσωπική μου περιπέτεια τους τελευταιους 6 μήνες. Τον ευχαριστω πολύ που μου άνοιξε το σπίτι του.
    Κώστας ή οπως με λες "Κωτσής".

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. ονομάζομαι λιάκος τισσαφέρνης. κάποτε με είχα βρει στο τραγούδι του τόλη “ανεπανάληπτος”, σήμερα νιώθω το πρόσωπο μου σαν μια ρεβυθάδα που τη σερβίρουν σε μεσημεριανό συσσίτιο ξανά και ξανά. το πιάτο αδειάζει και μας χάνω. θα προσπαθήσω να είμαι σαφής αν και ξέρω πως αυτό είναι μάλλον δύσκολο. ζούσα σε μια ταράτσα που στεκόταν πάνω από το άλσος ζωγράφου και που ακόμα δε την έχω εξερευνήσει. τότε έκανα υπομονή κι είχα για ξεναγό τα τραγούδια του. τώρα απλά την επισκέπτομαι, κάνω ένα τσιγάρο και φεύγω.
    φοβόμουν πως δε θα έφτανα στην άλλη άκρη αν πάθαινε τίποτα. η καθοδηγητική αναπαράσταση των τραγουδιών του, ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τη φυσική του ύπαρξη. στο ύψος της ένρινης φωνής του, της αναπαραγόμενης απ’ το φτηνό μου φίλιπς, ασημένιες κλωστές τραβιόταν ίσα προς το πρεζάνς του. αν έπεφτε αυτός, θα ‘πεφταν όλα απ’ την ταράτσα. φοβόμουν. ο φόβος μου ‘τρωγε τα σωθικά. φοβόμουν για αυτόν. ακόμα φοβάμαι βέβαια, αλλά τώρα έχω τις διαβεβαιώσεις πάνω μου.
    σήμερα αισθάνομαι πιότερο από κάθε άλλη φορά την ανάγκη να μιλήσω για αυτό. το ξέρω πως δε με βοηθάω έτσι, μα ήμουν μεθυσμένος. (το ότι το παραδέχομαι δε σημαίνει όμως τίποτα το ιδιαίτερο. είμαι ειλικρινής ασυνείδητα. είμαι άρχοντας επειδή άκουγα τον τόλη σαν υπνοπαιδεία. έτσι είμαι κι έτσι έγινα.) ίσως κάποιος ισχυριστεί πως όλα αυτά είναι φαντασιοκοπίες αλλά για ‘μένα η αλήθεια τους επαληθεύεται απ’ την τσιμπιά.
    ονειρευόμουν τότε πως μπορούσα να μείνω λίγες ακόμα μέρες στην κέρκυρα, μα πως είχα βαρεθεί. το τόσο προβλέψιμο ιόνιο, οι τουριστικές του επαναλήψεις, η ντοπιολαλιά της άντζελας που είχε αρχίσει να θεριεύει, όλα αυτά με ‘καναν νευρικό κι απότομο. ίσως κάποιος να με είχε προσέξει από τότε, κανείς δε μου το ‘πε όμως. μπορεί και να υπήρχε, μπορεί και να τον άκουγα. όπως και να ‘χε, οι εναλλαγές της ταράτσας μου, οι μεταβολές στις κεραίες και στα μπουγαδόσχοινα -μια πύκνωση κακιασμένων σπάγγων που ζήλευαν τις ασημένιες κλωστές του τόλη μα που είχαν τη συμπάθεια μου- και το φεγγάρι πάνω θε μου κι οι καμινάδες κάτω στον ήλιο, όλα αυτά με είχαν δικό τους. ένα μισοτελειωμένο σκίτσο ενός πλωτού παλατιού κι εγώ να το διασχίζω σαν μολύβι. το εξοχικό της κέρκυρας όπως καταλαβαίνετε, μου ‘μοιαζε με τσοπανοταβέρνα. η άντζελα μ’ αποχαιρέτησε γαργαριστά κι ανανεώσαμε το ραντεβού μας για κάπου κοντά στο τέρμα. αυτό το ραντεβού κατά κάποιο τρόπο, ισχύει ακόμα.
    φτάνοντας στην πρωτεύουσα, ξύπνησα στην ταράτσα μου κι αμέσως έκανα αυτό που μου ‘χει γίνει αυτοματοποιημένη, σχεδόν κομφουκιανή, πράξη: άλλαξα μεριά στην κασσέτα κι άρχισα την εξερεύνηση με ένα μπουκάλι κονιάκ στο χέρι. σχεδόν χλωμός από την αδημονία, ψηλαφούσα τα μπουγαδόσχοινα, στηριζόμενος στο ελαστικό τους πείσμα. ήμουν βέβαιος πως παρά τις διαφορές μας δε θα μ’ άφηναν να σωριαστώ αστείος ετούτη ‘δω την ώρα. συνέχισα σχεδόν χαρούμενος προς τα εμπρός, ανακαλύπτοντας νέους τρόπους να περνώ κάτω απ’ τη μπουγάδα, νέα κόλπα για να μη χτυπάω στις κεραίες, νέες σημασίες στα τραγούδια του άρχοντα. κάποια στιγμή, κι έχοντας καλύψει διπλάσια απόσταση απ’ ότι συνήθως, σταμάτησα να ξαποστάσω δίπλα από μια οικεία καμινάδα.
    νεαροί μου, νεαρές μου, σας έχει τύχει ποτέ να λάβετε απάντηση στις ερωτήσεις που απευθύνατε στο φεγγάρι ας πούμε ή στο ποτάμι, σ’ ένα κοπάδι σπίνων ή στη μορφή της ίνγκριντ μπέργκμαν στην καζαμπλάνκα? σας έχει συμβεί να σας χτυπήσουν στο κεφάλι σαν ελατήρια τα ντουβάρια που χτυπήσατε με το κεφάλι σας ή ο μαυροπίνακας να φτύσει πίσω την κιμωλία που τον ταΐσατε και τα λοιπά? μάλλον όχι. φανταστείτε την έκπληξη μου όταν ο τόλης εμφανίστηκε μπροστά μου, με πλησίασε κι άδειασε την ποδιά του στα πόδια μου.
    “δεν είναι πολλά, ένα πιάτο φαΐ το βγάζουν όμως.”
    η μουσική σταμάτησε από σεβασμό. ένιωσα καλά. πως ήμουν καλά και πως το ήξερα. ο τόλης ήταν κάποιος άλλος, όλο αυτό δεν ήταν παρά ένα αστείο. να γυρίσω στις σέρρες, να κληρονομήσω καμιά θεία, να κάνω οικογένεια, τι ήθελε ο βοσκόπουλος μπροστά μου?
    “σε αγαπάει, να το ξέρεις”
    “ποιά κύριε τόλη?”
    “η άντζελα, κουτεντέ. να μου την προσέχεις.”
    “γιατί που θα πάτε?”
    “στην άκρη του κατάνα μου”

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Γράψτε το δικό σας σχόλιο.